- πόεστι
- πόεστι, Arc. for πρόσεστι, SIG306.12(Tegea, iv B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πόεστι — Α (αρκαδ. τ.) πρόσεστι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πο (< ποτί* «προς» με αποκοπή) + ἐστί] … Dictionary of Greek